κουβέρ

κουβέρ
το
1. τραπεζομάντηλο μαζί με όλα τα επιτραπέζια σκεύη
2. το πάγιο ποσό με το οποίο χρεώνεται σε εστιατόριο το σερβίρισμα κάθε πελάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. couvert < μσν. γαλλ. couvert < αρχ. γαλλ. covert, couvert, παθητ. μτχ. τού ρ. covrir, couvrir «σκεπάζω» < λατ. coopertus, παθ. μτχ. τού λατ. ρ. cooperire «σκεπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουβέρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., σερβίτσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”